ἐπιφέρον

ἐπιφέρον
ἐπιφέρω
bring
pres part act masc voc sg
ἐπιφέρω
bring
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταστηματικός — καταστηματικός, ή, όν (Α) [κατάστημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση τού σώματος ή τής ψυχής 2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος 3. (για μουσικό μέλος ή όργανο)… …   Dictionary of Greek

  • σχέτλη — ἡ, Μ [σχέτλιος] θλίψη, πόνος ή δυστυχία («τὸ οὐαὶ ἐπίρρημά ἐστι σχετλιαστικόν σχέτλη δὲ τὸ ὀδύνην ἐπιφέρον καλεῑται», Αρέθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”